διαιτησία

διαιτησία
η
1. η επίλυση μιας διαφοράς από τρίτους, τους διαιτητές, που επιλέγονται από τους διαδίκους: Ο ΟΗΕ παρέπεμψε τη διαφορά των δύο κρατών στη διαιτησία.
2. (αθλητ.), η επίβλεψη της εφαρμογής αθλητικών κανόνων από αρμόδια πρόσωπα, τους διαιτητές: Πολλές φορές κατηγορείται η διαιτησία για το αποτέλεσμα ποδοσφαιρικών αγώνων.
3. το σύνολο του σώματος των διαιτητών: Η ελληνική διαιτησία θεωρείται από τις καλύτερες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαιτησία — (Νομ.). Ειδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, ύστερα από συμφωνία των ενδιαφερομένων, χωρίς τη μεσολάβηση των συνηθισμένων δικαιοδοτικών οργάνων (δικαστηρίων). Η δ. ως βοηθητικός θεσμός της στενά εννοούμενης δικαιοδοτικής λειτουργίας, υφίσταται,… …   Dictionary of Greek

  • διαιτήσιμος — η, ο (Α διαιτήσιμος, ον) (για διαφορές) αυτός που μπορεί να επιλυθεί με διαιτησία, αυτός που επιδέχεται διαιτησία αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διαιτητή ή στη διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η απευθείας παραγωγή τού επιθ. από… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • καταδίαιτα — καταδίαιτα, ἡ (Α) καταδικαστική απόφαση σε διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δίαιτα «διαιτησία»] …   Dictionary of Greek

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • Πασί, Φρειδερίκος — (Passy, 1822 – 1912). Γάλλος οικονομολόγος και ειρηνιστής. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Διεθνούς Ένωσης για την Ειρήνη (1867) και της Εταιρείας για τη διαιτησία μεταξύ των εθνών (1870). Την περίοδο 1881 89 εξελέγη βουλευτής και, μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αιρετοκρισία — η [αιρετοκριτής] διαιτησία, διαδικασία, διεξαγωγή δίκης από αιρετοκριτές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”